- τηλέπομπον
- τηλέπομποςfar-sentmasc/fem acc sgτηλέπομποςfar-sentneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τηλέπομπος — ον, Α αυτός που εκπέμπεται, που στέλνεται μακριά («τηλέπομπον φάος», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τηλ(ε) * + πομπος (< πομπός < πέμπω), πρβλ. ταχύ πομπος] … Dictionary of Greek